Ένας γέρος Πομάκος από το νομό Ροδόπης μας εξηγεί πως ζούσαν παλιά οι άνθρωποί μας στα Πομακοχώρια. Εμείς οι νεότεροι θα πρέπει να δοξάζουμε το Θεό που ζούμε στα σημερινά χρόνια γιατί παλιά οι συνθήκες ζωής μας ήταν πολύ δύσκολες.
Καταρχάς, αρκετοί Πομάκοι ζούσαν σε σπίτια που σήμερα τα χρησιμοποιούν σαν στέγη για τα ζώα. Και συνήθως δούλευαν οι γυναίκες και τα παιδιά ενώ οι άντρες θεωρούσαν ντροπή να δουλεύουν και τους αποκαλούσαν αρχοντάδες. Οι άντρες χαίρονταν όταν οι γυναίκες γεννούσαν αγόρι γιατί ήξεραν ότι μέχρι να παντρευτεί θα δουλεύει μόνο για το σπίτι του. Αλλά και όταν γεννιόταν κορίτσι, πάλι χαίρονταν, γιατί ήξεραν ότι όταν παντρευτεί η κόρη τους, ο γαμπρός θα τους έδινε είτε κάποια χρήματα είτε κάποια ζώα. Και αν τυχόν το αγόρι δεν μπορούσε να δώσει τίποτα από αυτά, τότε έπρεπε να δουλέψει και για αυτούς ώσπου να μάζευε τα απαραίτητα λεφτά. Σε τέτοιες περιπτώσεις έκαναν κάτι σαν λόγο μεταξύ τους: έδινε η κοπέλα στο αγόρι την μαντήλα της. Ύστερα ζύμωνε ένα ψωμί ή ένα κουλούρι και έπειτα ερχόταν ο πατέρας της και έπαιρνε το αγόρι στα δεξιά του και το κορίτσι στα αριστερά και έσπαγε το κουλούρι στη μέση. Και έδινε το ένα μισό στο αγόρι και το άλλο στο κορίτσι. Και ύστερα ο πατέρας της κοπέλας έβαζε ένα ποσό για την κόρη του. Και το αγόρι για να μπορέσει να μαζέψει λεφτά συχνά αναγκαζόταν να πάει έξω, στα καράβια.
Οι νεαρές κοπέλες των Πομάκων φορούσαν πολλά ρούχα για να μη φαίνονται αδύνατες γιατί οι άντρες έψαχναν παχουλές και δυνατές κοπέλες για να αντέξουνε τη σκληρή δουλειά. Για τις κοπέλες επίσης, κάθε εβδομάδα έκαναν γλέντι για να μπορέσουν να βρουν γαμπρούς. Σαν μακιγιάζ οι κοπέλες χρησιμοποιούσαν κεράσια για να κοκκινίζουν τα χείλη τους. Τα κορίτσια χόρευαν μπροστά στα αγόρια και μετά καθόντουσαν σε μια σειρά και το ίδιο έκαναν και τα αγόρια. Ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια υπήρχε ένα δέντρο. Σε όποιο αγόρι άρεσε μία κοπέλα, αυτό ανέβαινε στο δέντρο και πετούσε πάνω στο κεφάλι του κοριτσιού καραμέλες ή τσίχλες. Και έτσι όλοι καταλάβαιναν ότι το αγόρι αυτό αγαπούσε εκείνο το κορίτσι. Γιατί δεν επέτρεπαν οι γέροι του χωριού να μιλάνε με λόγια αγάπης τα αγόρια στα κορίτσια πριν παντρευτούν, το θεωρούσαν αμαρτία.
Οι γυναίκες του σπιτιού αναγκαζόντουσαν να ξυπνάνε στα χαράματα για να προλάβουν να τελειώσουν όλες τις δουλειές της καθημερινότητας: έκοβαν ξύλα από μακριά και τα κουβαλούσαν σπίτι στην πλάτη τους. Το ίδιο έκαναν και με την τροφή για τα ζώα. Επίσης, έσπερναν τα χωράφια και τα πότιζαν. Για σαπούνι χρησιμοποιούσαν βατράχια! Έτριβαν έναν βάτραχο στα χέρια τους και έτσι καθάριζαν τις βρωμιές.
Και να σκεφτεί κανείς ότι παλιά εκτός από τις άσχημες συνθήκες ζωής είχαν να αντιμετωπίσουν και τον πόλεμο, με τους αντάρτες κτλ.
Από παλιά βέβαια υπήρχε και ένα μεγάλο πρόβλημα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα: η πίεση των Τούρκων στους Πομάκους της Ροδόπης για να ξεχάσουν την γλώσσα και την καταγωγή τους. Και όντως με την τρομοκρατία που έκαναν εναντίον των παππούδων μας πέτυχαν ώστε μερικά χωριά τα παλιά τα χρόνια να τουρκοφωνήσουν και σήμερα οι κάτοικοι να το παίζουν Τούρκοι. Η αλήθεια όμως θα έρθει όλη στο φως και κάποτε τα πράγματα σε αυτό το θέμα θα γίνουν όπως ήταν παλιά. Είμαστε περήφανοι που είμαστε Πομάκοι.
Μεμέτ Νιχάτ
(τεύχος 28, Απρίλιος 2009)