ΖΖΑΝΑ ΜΠΑΜΠΑ ΣΟ ΓΙΕ ΒΡΑΣΣΤΑΛΑ ΓΚΕΤΣΣ ΝΑ ΚΟΣΣΤΟΝΟ - Η ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΡΓΑ

          ΖΖΑΝΑ ΜΠΑΜΠΑ ΣΟ ΓΙΕ ΒΡΑΣΣΤΑΛΑ ΓΚΕΤΣΣ ΝΑ ΚΟΣΣΤΟΝΟ

     Ζζιβάλ γιε μπίρβακιτ μπίρζεμαν αντίν σταρ τσσουλάκ σας ζζανόνο μου φαφ ανό σέλο να μπαρτσσίνονο. Ζζανάνα γιε ιμάλα ανόκ παράτικα χούε: βράσσταλα σι σο γιε γκετςς ναχ κόσστονο ι ναγκάνταλα γιε τσσουλάκανε ντα σο φκίσναβα.

     Ανόκ ντένε γκο γιε ζζανάνα φαζλά στόριλα ι τσσουλάκον γιε τόρναλ ντα πίτα πα μαχαλόνο ντα γιε σο βίντεβαλι νάϊντε, αλά σο νίκουτρι νε ζνάλι νίκανα. 

     Ι κανά ντα πράβι τσσουλάκον φαφ ντρούγκανεκ ντένε σο χόντι σκρίβα, πρεγκλάβα γιε ι βίντεβα γιε ντα βλίζα φαφ κόσστονο ανόι κομσσούικοι. Χα μπρε, ντο μπρε χόντι ι τόι πασλέτ τίγιε, ουντρίβα κομσσούικοινε να βρατάνα: «Σελαμαλεϊκουμ, κομσσούικο. Ντα σι νε βίντεβαλα μότο ζζόνο πα ιτούζι;», παπίταλ γιε αγκά μου γιε ατβόριλα βρατάνα. «Νε, κομσσούινου, ίμα μπαγιά ντένε ντα γιε σομ βίντεβαλα», αντβόρναλα μου γιε κομσσούικανα, πακ το γιε τια κρίλα ζζανόνο μου ου ταχ.

     Ατισσλόλ σι γιε τσσουλάκον να ταχ ι τσσάκαλ γιε ζζανόνο ντα σι σο βόρνε. Χόντι σι νόνακολκο άρτικ ζζανάνα, αλά φαφ ντρούγκανεκ ντένε πακ άινισι. Πακ γιε βλάλα ζζανάνα φαφ κομσσούικοινε κόσστονο, πακ γιε ατισσλόλ τσσουλάκον ι παπίταλ γιε κομσσούικονο ι πακ μου γιε τια ρεκλάλα γκέκι γιε νε ίμαλο ζζανόνο μου ιτάμ. Ι κουγκάνα σι σο γιε άρτικ βόρναλα ζζανάνα ναχ κόσστονο, φάτα γιε τσσουλάκον, ντάβα γι ανό γκουλάμο σόπο ι χόντι αζάμ μάτα γιε φαφ ράκονο. Ατσούρναλα γιε ρεκάνα ζζανόνο ι μίφκο πο σέτνε σο ζαγκουμπίλα τσσουλάκουνε αντ ατσσίνε.

     Αλά αγκά μου γιε παμινόλα ιφκάνα ι σέτιλ σο γιε ιναγκάνε κανά γιε στόριλ, πισσμέν για στάναλ τσσουλάκον ι σμιλίλα μου σο γιε.

Βλίζα αζάμ φαφ ράκονο ντα γιε αμπιίσκαβα, αλά αγκά ντα βαρβί ναντόλ, τόρναλ γιε ντα γιε αμπίσκαβα βαζ ράκονο ναγκόρε. Λάχαλο σο γιε ιναγκάνε ντα παμινέ αντίν ντρουκ πρες ταμ ι παπίταλ γκο γιε: «Κανά τσσουλάκου, πράβιςς φαφ ράκοτο;». «Αμπιίσκαβομ σι ζζανότο, ατσούρνα μι γιε ρέκατα», αντβόρναλ μου γιε τσσουλάκον. «Νέμα ντα γιε νάιντεςς ναχ τούκα, τσσουλάκου. Ρεκάτα γιε ατσούρναλα ναντόλ», ρεκλόλ μου γιε αζάμ ντρούγκιγιεν, αλά γιε τσσουλάκον νε ίσκαλ ντα σο σέτι. «Τια κακβάτα μπε νταλνά νέμα κακ ντα γιε ατισσλάλα ναντόλ, κεφίλε σσε γιε ατισσλάλα ναγκόρε», αντβόρναλ μου γιε στάριεν τσσουλάκ ι τόρναλ γιε ντα σι γιε αμπίσκαβα ι χάλε σι λε αμπιίσκαβα… ι ζζόγκανεκ βίντι, βίκα μου ντα γιε μίλαβα ζζανόνο μου ι ντα γιε ι σας κουσούρε.

 

                   ____________________________________________

Η ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΡΓΑ

 

     Σ’ ένα χωριό στο βουνό ζούσε μια φορά και έναν καιρό ένας παππούς με τη γριά του. Η γιαγιά είχε ένα κακό συνήθειο: γύριζε στο σπίτι αργά το βράδυ και έκανε τον παππού να θυμώνει.

     Μια μέρα λοιπόν που η γιαγιά το ’παρακάνει σηκώθηκε ο παππούς κι αρχίνησε να ρωτάει στη γειτονιά μη και την είδαν, μα πουθενά δεν ήξεραν να του πουν τίποτα.

     Έτσι την άλλη μέρα μη έχοντας πια τι άλλο να κάνει κρύφτηκε ο παππούς και την παραφύλαξε κι είδε που μπήκε στο σπίτι μιας γειτόνισσας. Μια και δυο πάει κι αυτός το κατόπι της και χτυπάει την πόρτα της γειτόνισσας. «Καλησπέρα, γειτόνισσα, μήπως φάνηκε από ’δω η γριά μου;», ρώτησε μόλις του άνοιξαν. «Όχι, γείτονα, έχουμε μέρες να τη δούμε», απάντησε η γειτόνισσα, που έκρυβε τη γριά.

     Γύρισε λοιπόν σπίτι αγανακτισμένος ο παππούς και περίμενε μονάχος. Κι επιτέλους φάνηκε καμιά φορά η γριά να γυρίζει, μα την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Πάλι μπήκε η γριά στο σπίτι της γειτόνισσας, πάλι πήγε ο γέρος και ρώτησε και πάλι τάχα η γριά του δεν ήταν εκεί. Και όταν πια η γριά γύρισε στο σπίτι πολύ αργά το βράδυ την έπιασε ο παππούς, της έδωσε ένα γερό ξύλο κι ύστερα πήγε και την πέταξε στο ποτάμι. Το ποτάμι την παρέσυρε προς τα κάτω και σε λίγο η γριά χάθηκε απ’ τα μάτια του.

     Σαν του πέρασε όμως ο θυμός και κατάλαβε τι ’χε κάνει, μετάνιωσε ο γέρος πικρά κι άρχισε ν’ αποθυμάει τη γιαγιά. Μπήκε λοιπόν στο ποτάμι για να την ψάξει μα αντίς να προχωράει κατά κάτω, αυτός πήγαινε κατά πάνω.       

     Παραξενεύτηκε ένας περαστικός που τον είδε μες στο ποτάμι και τον ρώτησε: «Τι κάνεις, παππού, εδώ μέσα;». «Ψάχνω την αγαπημένη μου γυναίκα, που την πήρε το ποτάμι», αποκρίθηκε ο παππούς. «Δε θα τη βρεις παππού, κατά κει που πηγαίνεις. Το ποτάμι την πήρε κατά κάτω», του λέει τότε ο περαστικός. «Τόσο ανάποδη που ήταν η γριά αποκλείεται να πήγε προς τα κάτω, σίγουρα θα πήγε προς τα πάνω», απάντησε ο γέρος κι εξακολούθησε να ψάχνει κι ακόμα ψάχνει…Κι όποιον βρει τον συμβουλεύει ν’ αγαπάει τη γυναίκα του κι ας έχει και κουσούρια.

 

 

Πομακικό παραμύθι από την Άλμα ν. Ξάνθης.

 

Από το βιβλίο «Ο παππούς και η γιαγιά είπαν…Ντάντο ι μπάμπα κάζαχο…» της Κατάκη Δήμητρας και του Καραχότζα Ριτβάν.

Κατηγορία: