ΤΟ ΠΟΜΑΚΙΚΟ ΑΔΡΑΛΕΖ

Στις 6 Μαΐου, στο χωριό μου στις Άνω Θέρμες (Γκόρνο Σέλο), με την ανατολή του ήλιου, όλοι οι χωρικοί ξεχύνονταν στην ύπαιθρο για να γιορτάσουν την μεγάλη Γιορτή, το μεγάλο Μπαϊράμι της άνοιξης, την ημέρα του βοσκού και το Μπαϊράμι των ζώων, το Αδραλές (Χιντρελέζ).

Τα ζώα για τους Πομάκους μετά τον Αλλάχ και τον Προφήτη αυτού Μουχαμμέτ, θεωρούνταν ό,τι πιο ιερό και άγιο. Τα ζώα παρείχαν στον Πομάκο, το πολύτιμο δώρο του Θεού, την πολυπόθητη τροφή, το θρεπτικό γάλα, τυρί, βούτυρο, κρέας, την τρίχα και το μαλλί για υγιή ένδυση, το δέρμα για ασφαλή υπόδηση, ενώ ήταν αναγκαίοι βοηθοί για την καλλιέργεια της γης, για την μεταφορά των προϊόντων τους.

Τα νεαρά κορίτσια, λυγερά και όμορφα, ήταν γιορτινά ντυμένα, στολισμένα στα κεφάλια με λουλούδια, όπου κυριαρχούσε το άγριο γεράνι και στη μέση τους είχαν στεφάνι από άγριο νάρκισσο του βουνού. Τα αγόρια, επίσης καλοντυμένα και στολισμένα, ως επί το πλείστον ανύπαντρα, είχαν στήσει από νωρίς τις κούνιες και τους χορούς, τραγουδώντας τραγούδια χαράς, αγάπης, έρωτα αλλά και πικραμένα τραγούδια για πόθους που δεν πραγματοποιήθηκαν.

Τα μεγαλύτερα αδέλφια και οι γονείς δίνανε τον εαυτό τους στην προετοιμασία για το υπαίθριο μεσημεριανό γεύμα, όπου σφαχτά, ψητά, τυριά, παραδοσιακά φαγητά προετοιμάζοντανταν με ευλάβεια. Το μεσημέρι στο γιορτινό τραπέζι ήταν παρόντες όλοι, από τον μεγαλύτερο της οικογένειας, τον παππού μέχρι το τελευταίο εγγόνι.

Καθώς ξεκινούσε αυτή η ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα οι βοσκοί είχαν σύρει τα κοπάδια τους στα καταπράσινα λιβάδια και στις ανθισμένες βουνοπλαγιές. Η φλογέρα, το φλάουτο, η γκάιντα αντηχούσαν στα βουνά και στα λαγκάδια, σε κάθε πλαγιά, ενώ τα αριθμημένα και ρυθμισμένα σύμφωνα με τις νότες μουσικής, μπρούντζινα κουδούνια από το ένα [1] μέχρι το επτά [7] νούμερο, με φάλτσα τα επονομαζόμενα [καμπά κτλ.], τα ψιλά και χοντρά τουμπερλέκια, οι τράκες, αναμιγνύονταν με τα χιλιάδες βελάσματα αμνών και εριφίων και των μανάδων τους, γαβγίσματα δεκάδων σκυλιών, μουγκρίσματα μοσχαριών, γκαρίσματα γαϊδάρων. Μόλις απομακρύνονταν ακούγονταν έντονα τα βουίσματα εκατομμυρίων μελισσών και εντόμων. Εκατοντάδες πουλιά. μικρά και μεγάλα. με το κελαΐδισμά τους συμμετείχαν και αυτά στην αρμονική ορχήστρα της φύσης. Τέλος, μία χοντρή, δυνατή αλλά εύηχη και αρμονικότατη φωνή, ένα τραγούδι Πομάκικο ακούγεται στην καταπράσινη, ανθισμένη βουνοπλαγιά χαϊδεύοντας ευχάριστα τα αυτιά.

Ξαφνικά ακουγόταν μία σφαίρα από κάποιο όπλο να ξεσκίζει τον αέρα, κάνοντας παύση της παραπάνω χορωδίας, για να ακολουθήσει ομοβροντία πυροβολισμών, να αντιλαλούνε βουνά και λαγκάδια για αρκετά λεπτά της ώρας. Ισχυρά σφυρίγματα από κάθε πλαγιά του βουνού, υποδήλωναν τη συμμετοχή τους στο πανηγύρι της φύσης. Τα νταβούλια, οι ζουρνάδες και οι γκάιντες ακούγονταν σε όλους τους κήπους και τα λιβάδια. Το Αδραλές ξεκίνούσε σε όλο του το μεγαλείο. Μόλις σταματούσε το τραγούδι από την μία πλαγιά αμέσως ακούγονταν τα τραγούδια της απέναντι πλαγιάς. Ένα δυνατό βουητό δεκάδων ανθρώπων <οχό χόοοοοο> ήταν ο χαιρετισμός και ακολουθούσαν δεκάδες <οχό χόο> από κάθε κορυφή, από λαγκάδι, από κάθε πλαγιά. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι αργά το μεσημέρι και μέχρι να στηθεί το γιορτινό τραπέζι του μεσημεριού.

Την ημέρα της γιορτής το γεύμα απαρτιζόταν από εύγευστα και καλομαγειρεμένα φαγητά, μέσα σε φρεσκο-γανωμένα χάλκινα και πήλινα σκεύη, τα οποία ήταν κρέατα ζουμερά με πολλά λαχανικά και χόρτα, καλοψημένα ψητά σούβλας, γάστρας, τουλουμίσια, φούρνου, κοντοσούβλι, σπληνάντερα σούβλας, καβουρμάδες (με τον Πομάκικο παραδοσιακό τρόπο), όλα ζωικής και φυτικής προέλευσης, δηλαδή ό,τι πρόσφερε η φύση και η μητέρα γη.

Οι μεσήλικες και οι γέροι καβάλα πάνω σε άλογα με πολύχρωμες βελέντζες και πουστακίδες [βαμμένα δέρματα], στολισμένες σέλλες και σαμάρια, όλοι μαζί, από όλα τα χωριά, συγκεντρωνόταν στα Λουτρά Θερμών. Εκεί συνευρίσκονταν μία φορά το χρόνο και γιόρταζαν, ενώ η κοινότητα πρόσφερε από μία φέτα ψωμί, τυρί και χαλβά σε όλους τους κατοίκους που μαζεύονταν στα Λουτρά.

Μία χρονιά είχαν έρθει επίσημοι από την Ξάνθη για να εγκαινιάσουν τον δρόμο των Θερμών. Θυμάμαι την ομιλία του Στρατιωτικού Διοικητού της περιοχής, ονόματι Βασιλογιάννη και κάποιου βουλευτή ονόματι Θεόδωρου Δούκα. Αν και κουτσός ο βουλευτής, με πατερίτσα, με δική του μέριμνα άνοιξε ο δρόμος από την γέφυρα στο χάνι μέχρι τις Άνω Θέρμες και φτιάχτηκαν τα υδραγωγεία των χωριών μας. Το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε στο χωριό μας ήταν το δικό του. Αυτό για την ιστορία και για να μαθαίνουν οι νέοι πολιτικοί σήμερα, να παραδειγματίζονται και να μην αφήνουν τους Τούρκους πολιτικούς να αλωνίζουν τα χωριά μας και αυτοί να εμφανίζονται κάθε τέσσερα χρόνια.

Ο Θεόδωρος Δούκας συνεχάρη πολλούς και ιδιαίτερα τους δύο ιμάμηδες των Κάτω Θερμών και των Άνω Θερμών [έχω γράψει σε προηγούμενο φύλλο της Ζαγάλισα, ήταν ο παππούς μου και ο θείος μου] γιατί πάλεψαν με έπαθλο σε ποιο σημείο θα γίνει η γέφυρα, και συνεχάρη άλλους δύο [κάποιους Χουσεΐν και Μπασρή] γιατί πάλεψαν από ποιο σημείο θα περνούσε ο δρόμος από το χριστιανικό νεκροταφείο. Επίσης, ευχήθηκε περαστικά στον μάστορα σιδηρουργό Δεμερτζή Νουρή που είχε τραυματισθεί σοβαρά στο κεφάλι από βαριοπούλα, φτιάχνοντας τους καζμάδες και τους λοστούς για την διάνοιξη του δρόμου. Οι φωτογραφίες αυτές στόλιζαν το κοινοτικό κατάστημα μέχρι πρόσφατα και όταν ήμουν κοινοτικός σύμβουλος είχα ζητήσει να συντηρηθούν, αλλά κατά «περίεργο» τρόπο εξαφανίσθηκαν!

Τα γράφω για να τα μάθουν και οι ανιστόρητες τουρκόφωνες φυλλάδες της Ξάνθης και Κομοτηνής που η μία έγραψε ότι για 9η και η άλλη ότι για 10η φορά φέτος γιορτάστηκε το Αδραλέζ στις Θέρμες και μάλιστα αλά τούρκα και όχι αλά φράγκα. Τους υπενθυμίζω ότι όταν αυτοί δεν είχαν γεννηθεί, το Αδραλέζ γιορτάζονταν από τους πατεράδες μας και από τους πατεράδες τους. Οι καταβολές και οι ρίζες του Αδραλέζ πάνε βαθιά μέσα στα σκοτεινά χρόνια της ιστορίας και μυθολογίας και μέχρι τον Διόνυσο.

Κάποτε, παλιά, μια ηλιόλουστη μέρα της Άνοιξης, η φύση ήταν σε όλο της το μεγαλείο στις βουνοπλαγιές της οροσειράς της Ροδόπης και οι βοσκοί είχαν αμολήσει τα κοπάδια τους στις καταπράσινες πλαγιές, με άφθονη βοσκή, παίζοντας τις φλογέρες τους, τραγουδώντας διάφορα τραγούδια. Tο μεσημέρι, οι βοσκοί καταλαγιάζουν τα ζώα σε ζωοστάσια με παχείς ίσκιους για να ξεκουραστούν, να μηρυκάσουν και να αρμεχτούν. Όλοι μαζί βγάζουν από τον τορβά τους τα κολατσιά τους, τρώγουν, πίνουν και διηγούνται ιστορίες, για τις βοσκές, για τις παραξενιές των ζώων και πολλά άλλα.

Όπως συνηθίζονταν ένας βοσκός άρχισε να εξιστορεί μία ιστορία για μία καστανόξανθη κατσίκα, που περισσότερο έμοιαζε με ελάφι παρά με γίδα και την είχε ονομάσει στα πομάκικα Σρέμπαρνα Κόζα δηλαδή Αργυρώ ή Αργυρούλα ή Ασημούλα. Εμείς θα την λέμε Αργυρούλα. Η Αργυρούλα κάθε χρόνο γεννούσε πανέμορφα σαν και αυτήν δίδυμα κατσικάκια. Την μία χρονιά έφτιαχνε αρσενικά και την άλλη χρονιά θηλυκά κατσικάκια. Κάθε μέρα έδινε και πέντε κιλά γάλα. Ο βοσκός κατά την διάρκεια του γεύματος όλο είχε το νου του στην Αργυρούλα, που βέλαζε κάπου-κάπου, διότι δεν είχε γεννήσει ακόμα και περίμενε δύο αρσενικά δίδυμα κατσικάκια.

Όταν φάγανε και ξεκουραστήκανε, σήκωσε ο καθένας το κοπάδι του και πήραν το δρόμο της επιστροφής για τις στάνες. Ένας βοσκός από διπλανό χωριό γυρίζοντας με το κοπάδι του σε μία ρεματιά μέσα, βρίσκει την Αργυρούλα να έχει γεννήσει δύο αρσενικά δίδυμα κατσικάκια και να έχει ξεμείνει πίσω από το κοπάδι. Τότε ο βοσκός, αφού είδε ότι δεν είναι κανείς γύρω, αρπάζει το ένα νεογέννητο κατσικάκι και το ρίχνει στον τορβά του. Η Αργυρούλα πήγε να τον ακολουθήσει αλλά ο βοσκός την κυνήγησε και έβαλε τον σκύλο του να την γαβγίσει. Ο βοσκός για να μην καταλάβουν άρχισε να παίζει με την φλογέρα του ωσάν να μην συνέβαινε τίποτε.

Η Αργυρούλα έκτοτε όποιον βοσκό συναντούσε μύριζε τον τορβά του. Ο κύριος της πλέον άρχισε να παραπονιέται γιατί το κάνει αυτό και το απέδιδε στο ότι γέννησε για πρώτη φορά ένα κατσικάκι. Την επόμενη χρονιά ξαναγέννησε δύο θηλυκά δίδυμα κατσικάκια. Με τίποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει την συμπεριφορά της Αργυρούλας ο κύριος της. Κάποια μέρα που είχαν μαζευτεί όλοι οι βοσκοί και τρώγανε και πίνανε, ήρθε και ο βοσκός από το διπλανό χωριό που είχε κλέψει το ένα κατσικάκι της Αργυρούλας. Όπως συνήθιζε η Αργυρούλα πήγε και μύρισε και το δικό του τορβά. Άρχισε τότε να βελάζει και να ψάχνει τον τορβά του. Το αφεντικό της Αργυρούλας θύμωσε για τα καμώματα της και την έδιωξε βίαια από κοντά τους, μουρμουρίζοντας ότι πρέπει να την σφάξει για να γλυτώσει από αυτήν.

Κάποια στιγμή που πήραν το δρόμο της επιστροφής με τα κοπάδια τους, στο δρόμο τους επάνω είχαν ένα γκρεμό μεγάλο. Καθώς περνούσαν από το γκρεμό η Αργυρούλα καιροφυλακτούσε από πίσω. Μόλις έφθασαν πάνω στο γκρεμό οι βοσκοί και παρακολουθούσαν τα κοπάδια τους η Αργυρούλα πήρε φόρα και έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στον κλέφτη βοσκό από πίσω και τον γκρέμισε από το γκρεμό. Έκπληκτοι όλοι οι βοσκοί για την συμπεριφορά της Αργυρούλας, έτρεξαν να βοηθήσουν τον συνάδελφό τους τον βοσκό από το διπλανό χωριό. Το αφεντικό της βγάζοντας το μαχαίρι του από τον τορβά του κυνήγησε να την πιάσει για να την σφάξει.

Τότε ο βοσκός με σπασμένα χέρια και πόδια άρχισε να φωνάζει «μην την πειράζεις, δεν φταίει η Αργυρούλα, αλλά φταίω εγώ που είχα κλέψει το κατσικάκι της». Δείχνοντας το κατσικάκι της το έπιασαν και το πήγαν στην Αργυρούλα. Εκείνη το μύρισε και άρχισε να βελάζει δυνατά και ήρθε το άλλο κατσικάκι και εκείνο αναγνώρισε το αδελφάκι του. Οι βοσκοί όλοι έμειναν έκπληκτοι από το γεγονός και δεν βρίσκανε λόγια για να εξηγήσουν την αγάπη της για τα παιδιά της.

Εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού αποφασίσανε να γιορτάζουν κάθε χρόνο την ίδια μέρα όλοι οι βοσκοί της περιοχής. Το ένα δίδυμο το βάφτισαν Hıdır και το άλλο İlyas. Σύμφωνα με την παράδοση ο προφήτης Ηλίας και ο προφήτης Χιδήρ συναντιώνται μία φορά και πάντοτε την ίδια μέρα του χρόνου. Προς ανάμνηση του γεγονότος οι βοσκοί βάφτισαν έτσι τα δίδυμα γιατί βρέθηκαν μετά από ένα χρόνο και για να τιμήσουν την Αργυρούλα καθόρισαν γιορτή των βοσκών και των ζώων αυτήν την μέρα. Έκτοτε γιορτάζεται το Αδραλέζ.

Το κείμενο αυτό αναγκάστηκα να το γράψω, γιατί το πομάκικο Αδραλέζ, οι Τούρκοι χορεύοντας χορό της κοιλιάς το κάνανε Χιζιρ-Ιλιάς, οι Αθίγγανοι βαρώντας τενεκέδες το κάνανε Κακαβά, οι Έλληνες το κάνανε Άγιο Γεώργιο και οι Βούλγαροι Βελίουφ Ντεν. Οι γενίτσαροι Πομάκοι ξέχασαν τη ΣΡΕΜΠΑΡΝΑ ΚΟΖΑ και ότι κάποτε ήταν όλοι βοσκοί. Η Ζαγάλισα όμως δεν ξέχασε την Αργυρούλα.

Ιμάμ Αχμέτ

Τεύχη 66, 67. 68/2013

 

 

Κατηγορία: