Πομακικές Παροιμίες

 

Τσίστι σσμέτκι, μπέλου λίτσε = καθαροί λογαριασμοί, άσπρο πρόσωπο.

Μπλάγκα ρέτσκα, ζζέλεζνι βρατά ουτβάρα = γλυκιά κουβέντα, σιδερένια πόρτα ανοίγει.

Χούμπαβα ζζένα χούμπαβα ιτσκίγιε, μλόγκο ντόστε ίμα = η καλή γυναίκα και το καλό ποτό, πολλούς φίλους έχει.

Ζζένα κατού λετ, ζζένα κατού ζζεγκ, νίμο τσέκα σβετ = γυναίκα σαν πάγος, γυναίκα σαν φωτιά, τι άνθη περιμένεις;

Ουτίντε, αμάσα βάρνα πριζ τσαρβούλε = πήγε, αλλά γύρισε χωρίς τσαρούχια.

Τσσουλάκ ντέτιε πρεσκουρέμ μέσα πρες μπαλκόν κάσστα = άντρας χωρίς κοιλιά μοιάζει με σπίτι χωρίς μπαλκόνι. (Ροδόπη)

Τσσουζ ντότο γιάϊτσσο ίμα ντβε ζζελτιλά = το ξένο αυγό έχει πάντα δύο κρόκους.      

Ακού βίντιςς σοφρά σένταϊ, ακού βίντιςς ντάρβου μπέγκαϊ = άμα δεις φαγητό κάτσε να φας, άμα δεις ξύλο φύγε. (Ροδόπη)

Κάζι μι σα σκόγκα  βαρβίςς, ντα κάζαμ κόισι πες μου με ποιον γυρνάς, να σου πω ποιος είσαι.

Ανά μπατζζέ ακού ισβάντα τούρμα ντα ζνάεςς ότι κόγκαν γκουρί = μια καμινάδα αν βγάζει καπνό να ξέρεις ότι έχει φωτιά.

Πρι σούϊτε γκορέτ ι σουρόβιτε = κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

Χέμτα μπουλί χέμτα σαρμπί = και πονάς και ξύνεσαι.

    

Καχβέσα ίμα τσσέρνου λίτσε, μπελ όμπρας ουτκρίβα = ο καφές έχει μαύρο χρώμα αλλά σε βγάζει ασπροπρόσωπο.

Αγκάσα πέρνε φαφ γκόρνεν πρεκ, τα ουβάρντιουβα ι ντόλνεν = αν χτυπήσεις το κεφάλι στο πάνω πρέκι, βλέπει και το κάτω (πρέκι).

Ταρκάλεν κάμεν μαχ νι φάτα = πέτρα που κατρακυλάει αποκλείεται να πιάσει χνούδι

Ακού ζζουβέμε φαφ σέλου τανί πασέμε τρέβα = αν ζούμε σε χωριό δεν τρώμε και χόρτο.

Ακού ζζουβέμε φαφ σέλου ι νιγιεντέμε σλάμα = αν ζούμε σε χωριό δεν τρώμε και άχυρο.

Ακού νι ογκρέγιε σλάντσε κακ σσεσσί ισσουσσιμε ντριπισε = αν δεν βγει ήλιος πως θα στεγνώσουμε τα ρούχα μας.

Μπάρκα βοντάνα ντα ισκαρα μάσλο = και το νερό χτυπάει για να βγάλει βούτυρο.

Ζασστό νόσιςς να σβάντμπα βόντα σας ρασσέτου; = γιατί κουβαλάς στο γάμο νερό με το κόσκινο;

Βοντάσα περέ σίτσκου ουτ σραμάς = το νερό ξεπλένει τα πάντα εκτός από τη ντροπή

Σας νόσενα βόντα βοντενίτσα άμα νέμα βόνταμε κουβαλητό νερό, μύλος δεν μπορεί να αλέσει

Για ζναμ καντέσε στάνε βοντενίτσα άμα νέμα βόντα = εγώ ξέρω που θα γίνει μύλος αλλά δεν έχω νερό

Καντένου ζνάγιε ντα πρεντέ τάμου νι τρέμβα φούρκα = όποις ξέρει να γνέφει δεν του χρειάζεται η φούρκα.

 

Εργκένιν βέρα νέμα, ι μόμα στραμ νέμα = ο έφηβος εμπιστοσύνη δεν έχει και το κορίτσι ντροπή δεν έχει

Καντέτου ίμα μόμα, βόντα νέμα = όπου υπάρχει κοπέλα, δεν υπάρχει νερό.

Καντέτου ίμα εργκένιν ντάρβα νέμα = όπου υπάρχει έφηβος, δεν υπάρχουν ξύλα.

 

Χλεπ σας ντούπκι, σίρανιε μπεζ ντούπκι γιαςς, βίνου σας πένα, ρακίγιε μπεζ πένα πίγι = ψωμί με τρύπες, τυρί χωρίς τρύπες τρώγε, κρασί με αφρό, ρακί χωρίς αφρό πιες.

 

Αγκάτι ρακάτ ντα παρστνιςς νιμόϊ σα ποσίρα = αν σε είπαν να κλάσεις, δεν σε είπαν και να χέσεις.

Ρέκαχα μου ντα πάρτσνε ι τόσα πουσρα = του είπαμε να κλάσει και αυτός χέστηκε.

Νάστιν σα ισπαρντέβα ου παρ σα φα βάρτα = το κρυολόγημα με τις πορδές (φεύγει) ενώ το εγκαυμα σημάδι μένει.

Πουφνέ φαφ γκάσστε νι σέντι = η κλανιά μέσα στο βρακί δεν μένει (αν κάνεις καμιά βρωμοδουλειά όλο και κάποιος θα το μυριστεί)

Κακβόσα βαρτίσς κατού πουφνέ φαφ γκάσστε = τι στριφογυρίζεις σαν κλανιά σε βρακί;

Αγκάσι πούφναλ νιμόι φαφ βουνέβα = αν κλάσεις, τουλάχιστον μην βρωμοκοπάς

Ντρούγκου για ντα πάρσνισς ι ντρούγκου ντα παρντίσς = άλλο να κλάσεις και άλλο να κάνεις πορδή.

 

Τίσι φτσσέρασσεν σσεϊτάνιν ότι μπάρζασς = εσύ είσαι χθεσινός διάβολος, γιατί βιάζεσαι. (πρώτα πρέπει να καθιερωθείς σε κάτι και ύστερα να διεκδικείς)

Τι ντέτουσα πικεσς ντρούγκισα σεράτ = εσύ κατουράς, οι άλλοι χέζουν εκεί μέσα.

Τέσσκου ντα ντούχαςς ί ντα σάρμπαςς. = βαριά να το φυσάς και να το ρουφάς. (να είσαι προσεκτικός)

Κάπκα που κάπκα βιρ στάνβα = σταγόνα με σταγόνα λιμνούλα γίνεται.(παρόμοιο με το: φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι).

Σας τέμπε σολ ι πιπέρ, μπεζ τέμπε κατού σσεκέρ = όταν είμαστε μαζί αλάτι και πιπέρι, χωρίς εσένα σαν ζάχαρη (περνάω).

Σέντι σαμ, νταταγιενέ σραμ = κάτσε μόνος για να μην ντρέπεσαι (να είσαι μόνος για να μην μπλέκεις, να μην υποχρεώνεσαι).

Σας νέγκα νι πέϊ νίσα σμέϊ = μαζί του μην τραγουδάς, μην γελάς.

Σλούσσι στάρετς ντα ουσταρεγίςς = άκου τον γέρο άμα θέλεις να γεράσεις.

Ντούμα ντούπκα νι πράβι = η κουβέντα τρύπα δεν κάνει (και να είπε κάποιος κάτι εις βάρος σου και τι έγινε;)

Σμεγιέσα / Χλεπτέσα κατού ρα σλίνκανα τζέζμπε = γελάει / χαμογελάει σαν ξεβιδωμένο μπρίκι.

Σμεγιέσα κατού  κουγκά μου μπέλετ γιαϊσά = γελάει σαν να τον καθαρίζεις αυγά.

Ζαντά στάνε τσσουλέκ ντοκούζ φουρούνα χλεπ μου τρέμπβατ = για να γίνει άντρας εννιά φούρνους ψωμί ακόμη χρειάζεται.

 Γκρέχαν κάζνα, γκρέσσκανα νε = αμαρτία λέει, το φταίξιμο δεν ομολογεί.

Τσσουλέκας ουτ σλάτκα ντούμα νατάτακου ντρούγκου κακνά ίμα; = ο άνθρωπος πέραν της γλυκιάς κουβέντας, τι άλλο έχει;

Ζαμπίνε μου μπιγιέτ να μάϊτσινου πρέσνου όσστε = τα δόντια του μυρίζουν ακόμα το γάλα της μητέρας του.

Σορόβου πρέσνου λιγιέ σάλου ντελέτσε μπέγκαϊ = από ό,τι έχει βυζάξει άβραστο γάλα, μακριά να φεύγεις.

Κοτρότου πλάτσσε ζα αλέμα πρις ότσι οστάνβα = όποιος κλαίει για τον ξένο, χωρίς μάτια μένει.

Ποτ σέλι ζζάτα πόκριγιεν = στρώσε για να σε σκεπάσω

(κάνε καλό για να σε κάνω και εγώ)

Κακνά νου πουτσέλισς εϊνβά σσετά πουκρίετ = με ό,τι έχεις στρώσει, με αυτό θα σε σκεπάσουν.

Πριζ όγκαν τούρμα νέμα = χωρίς φωτιά δεν έχει καπνό.

 

Τις πομακικές παροιμίες της Ξάνθης διασώζει ο εκδότης της Ζαγάλισα, κ. Ιμάμ Αχμέτ.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του πρωτότυπου λαογραφικού υλικού του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της Ζαγαλισα. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

 

Κατηγορία: