Εργασία και οικογένεια
Οι Πομάκοι για τις εργασίες τους στηρίζονταν στην εμπειρία και στον πατροπαράδοτο τρόπο. Ο γονέας μάθαινε στο παιδί του τις απαραίτητες γνώσεις: καταρχάς, ο πατέρας στον υιό του πως και πότε καλλιεργούνται τα χωράφια [πόλενι, νίβι], πως συντηρούνται και φυλάγονται [ποτ ρεντέβανιε, ποτ σκλαβανιε] τα αγροτικά προϊόντα [ζζίτο], πως εκτρέφεται και πολλαπλασιάζεται [πλόντι] ένα κοπάδι [ζζιβίνα]. Ακόμα, πως αξιοποιούμε τα γαλακτοκομικά [masul], όπως το άρμεγμα [ντουγιενιε], την παρασκευή τυριού [πουτσίρενιε], γιαουρτιού [ugurt], βουτύρου, από βραστό ή άβραστο γάλα [βαρένο, σορόβο μλέκο], την σφαγή και εκδορά [κλάνιε, ντράνιε] ζώων, το ζευγάρωμα για τα κατσίκια [πάρτσενιε], για τα πρόβατα (μάρλενιε) και η εποχή, τις ξεγεννήσεις [rajba], τον απογαλακτισμό [ουτμπίβανιε], το κούρεμα [στρίγκανιε] του μαλλιού και κατσικίσιας τρίχας, την πρακτική κτηνιατρική [λεκοβανιε], τους τρεις τρόπους ευνουχισμού [kupanak, çukanak, burmalık] κ.τ.λ.
Ο έφηβος Πομάκος των 17 και 18 ετών ήταν καθ όλα έτοιμος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Στην ηλικία αυτή γνώριζε να κατασκευάζει μόνος του το αλέτρι [uralo], το υποζύγιο [χουμότ], το κάδο δουρβάνι [μπουρίλο], τη ξύλινη μαντρόσφυρα [τσσουρίλκα], την καρδάρα [καμπλίτσα], το παχνί [yasla], το τουλούμι [meh], το σαμάρι, την σέλα [yer], το καπίστρι [gem], το χαλινάρι [ογκλάφ].
Η μητέρα μάθαινε στην κόρη, να μαγειρεύει [γκοτβάσκα], να πλένει [περιτσσέρκα], να ράβει φορέματα [şiyaçka], να πλέκει [πλετιτσσέρκα], να γνέθει μαλλί [πρεντιτσσέρκα], να υφαίνει ύφασμα [tkayçerka] στο αργαλειό [σταν], να φτιάχνει χαλιά [halişta, ποστίλατσι] στη λανάρα και στην μέγγενη [darak, μπραντίλα], να λευκαίνει [μπέλεγιε], να βάφει [μπάγκρι] ύφασμα και τα μυστικά του, όπως παρασκευή μίγματος από την πράσινη φλούδα [λούνα] του καρυδιού και νιτρικού οξέος [κεζάπι] για να μην ξεβάφουν. Ακόμα, να μάθει κηπουρική, κηπευτική, κονσερβοποίηση, παρασκευή τουρσιών, αποξήρανση φρούτων [şuşulki] και καρπών, συμπεριφορά και τρόπους στην οικογένεια [ισνίσανιε], στην γειτονιά, στους γάμους, στις κηδείες. Επίσης, όλα τα ναι και όλα τα όχι, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, την ανατροφή του αγοριού και του κοριτσιού, την ξεγέννα, την κηδεία, ξεκινώντας από τα αδέλφια της και τις αδελφές της, τους συγγενείς της, που όταν φθάσει σε ηλικία γάμου να μπορεί να τα μάθει με τη σειρά της στα δικά της παιδιά. Ο τρόπος αυτός τηρούνταν ευλαβικά και αν κάποια δεν τα κατάφερνε, γινόταν αντικείμενο χλευασμού από τους γύρω. Δεν υπήρχε Πομάκα που να μην μπορεί να κόψει [ντα κρούγι] και να ράψει [ντα ουσσίγιε] το φουστάνι, το πουκάμισο, τον φερετζέ, τα εσώρουχα τα δικά της και των παιδιών της.
Την παράδοση αυτή την τηρούνε ακόμα στα χωριά της Μύκης. Κάθε Πέμπτη, καιρού επιτρέποντος οι νεαρές και οι ανύπαντρες Πομάκες, πηγαίνανε στα ποτάμια ή όπου υπήρχαν τρεχούμενα νερά και βράχοι για άπλωμα και στέγνωμα, έπαιρναν την σκάφη και το κόπανο, αφού πρώτα τα ρίχνανε στην λάκκο-λιμνούλα [giran vir] για να μουλιάσουν, ανασηκώνοντας ελαφρώς την άκρη του φουστανιού και πιάνοντας την στο ζωνάρι, για να μην βρέχεται αλλά να φαίνεται ολίγο η γάμπα μέσα στο νερό, τα αγόρια απέναντι στημένα ανταποδίδοντας στα τραγούδια των κοριτσιών. Τα χαλιά από τρίχα [halista] όταν βρέχονταν, βάραιναν πολύ και τότε οι εκλεκτοί και οι αρραβωνιασμένοι πλησιάζανε ευγενικά προσφέρανε χείρα βοηθείας στις εκλεκτές των καρδιών τους.
Στις Θέρμες τέτοιο σημείο ήταν το βιρκότσουφ βίρ και στάρα βοδενίτσα, στις Μέσες Θέρμες ήταν το Γιόζεροφ βίρ, στις Κάτω Θέρμες το Τόπλι Ντόλ, στα Μελίβοια ήταν το Ζίγηρ, στο Εχίνο ήταν το κισικ, στις Σάτρες να ρέκα κ.τ.λ.
Το ίδιο επαναλαμβανόταν όταν οι Πομάκες το απόβραδο ξεκινούσαν με τα γανωμένα μπακίρια να φέρουν κρύο και φρέσκο νερό, τα αγόρια περίμεναν στις πηγές στις βρύσες [τότε δεν υπήρχαν δίκτυα ύδρευσης] για να ανταλλάξουν μία κουβέντα, ένα χαμόγελο εκφράζοντας την προτίμησή τους. Το ίδιο επαναλαμβανόταν δύο και τρις φορές, φέρνοντας κρύο και φρέσκο νερό στον γέρο παππού και γιαγιά. Το νυφο-πάζαρο ήταν στις κεφαλόβρυσες και στα ποτάμια.
Η Πομάκικη κοινωνία ήταν αυστηρή, δεν επιτρεπόταν στα κορίτσια να συναναστρέφονται με τα αγόρια, ήταν μάλιστα τόσο αυστηρή που έλεγαν δεν πρέπει να δουν ξένοι τα δόντια της που σήμαινε σε κανέναν ξένο δεν έπρεπε να μιλήσει και να χαμογελάσει. Αυτή η αυστηρότητα όμως δημιούργησε ένα χαρακτηριστικό έθιμο των Πομάκων που δεν συναντάμε εύκολα στους λαούς της γύρω περιοχής. Ο Πομάκος πάντα έκλεβε, έκανε πραγματική απαγωγή την γυναίκα του έστω κι αν όλοι συμφωνούσαν ή δεν είχαν αντίρρηση στο γάμο. Το κορίτσι φοβούμενο την αυστηρότητα της οικογένειας, έριχνε μόνο μία ματιά ή ένα κρυφό και αθώο μειδίαμα και απομακρυνόταν να μην δώσει δικαίωμα για σχόλια. Το αγόρι ή αρραβωνιαστικός τις έπαιρνε τα μπακίρια από το ώμο, την έπαιρνε από το χέρι σφιχτά και άμα αντιστεκόταν την έριχνε στο ώμο και κατευθείαν σε σπίτι φιλικό και συγγενικό που θα τον προστάτευαν από το σόι της κοπέλας. Συνήθως είχαν προηγούμενα ή βεντέτα τέτοιου είδους και ήταν κατά κάποιο τρόπο εκδίκηση ή όπως αποκαλούνταν στα πομακικά επιστροφή δανεικών αλεύρων [utvarnahasi zayemenutu μπράσσνου]. Πολύ πιθανόν τα φαγητά του γαμήλιου τραπεζιού ήταν παράγωγα της ζύμης και καταναλίσκονταν πολύ σιτάλευρο που ήταν τότε είδος πολυτελείας. Η απαγωγή δεν σήμαινε και ατιμία της κοπέλας. Ήταν μέλλουσα σύζυγος και μητέρα και ο σεβασμός της τιμής της ήταν πλέον τιμή και αξιοπρέπεια όλης της οικογένειας.
Αυτό σήμαινε ότι, πήρε γυναίκα αυτήν που ήθελε και όχι αυτήν που του προσφέρανε. Η απαγωγή θεωρούνταν παλικαριά, μαγκιά και προπαντός αντρειοσύνη. Η γυναίκα που ήταν το θύμα της απαγωγής μπορεί να μην το έδειχνε εκείνη την στιγμή, αλλά ενδόμυχα υπερηφανευόταν διότι ο άνδρας της δεν ήταν φοβητσιάρης, μαμμόθρεφτος και για χάρη της έκανε το εγχείρημα της απαγωγής, που πολλές φορές δεν ήταν και χωρίς συνέπειες. Το έθιμο αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο και σταμάτησε τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο παππούς μου π.χ. είχε έντεκα [11] παιδιά από τα οποία τα 9 παντρεύτηκαν με απαγωγές. Ο πατέρας μου απήγαγε την μάνα μου δια της βίας, αν και ήταν αρραβωνιασμένος με αυτήν. Ο θείος μου, ο αδελφός της μάνας μου απήγαγε την θεία μου παρόλο που δεν είχαν αντίρρηση οι γονείς. Ο καβγάς που ακολουθούσε ήταν επικός. Με άλλα λόγια το 60 με 70% των Πομάκων παντρεύονταν με τον τρόπο της απαγωγής [σούρνατα, κράντενα] Αυτό είχε συνέπεια, η Πομάκικη κοινωνία να έχει μηδαμινά διαζύγια. Για δύο λόγους περιγράφουμε τόσο λεπτομερειακά τα παραπάνω, πρώτον η Πομάκικη κοινωνία στηρίζεται στην οικογένεια και στην φυλή, που το πρώτο βήμα ξεκινούσε μ αυτόν τον τρόπο που όμοιό του δεν συναντάται αλλού στα Βαλκάνια και δεύτερον μέχρι εδώ δεν ανακατεύεται ο παράγων θρησκεία, δηλαδή το Ισλάμ. Η τέλεση του γάμου και η γαμήλια τελετή που ακολουθούσε είναι επιταγή του Ισλάμ και είναι καλούπι για όλο το μουσουλμανικό κόσμο.
(τεύχος 56, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2011)