Ένα έθιμο που έπαψε να είναι Πομάκικη παράδοση!

«Φαφ Ρούμελη δετσάτα σουρβάκατ λίσι να ιέριν κάμεν σμόκβατα σέδι λίσι»

Όπως είχα γράψει στο άρθρο του φ. 71, η 50η μέρα του χειμερινού Πομακικού ημερολογίου συμπίπτει με την ημέρα των Χριστουγέννων. Την ίδια ημέρα ξεκινάει και το Σούρβακ, δηλαδή κάλαντα σε άλλη μορφή. Διαρκεί μέχρι το μεσημέρι της 60ης ημέρας, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου (τα Άγια Φώτα) και το απόγευμα ξεκινάει η Κόλουδα.

Πριν προχωρήσω για να εξηγήσω τι σημαίνει Κόλουδα, κρίνω απαραίτητο να επισημάνω ότι κατά την διάρκεια των ημερών του Σούρβακ, εισχώρησε από την μουσουλμανική θρησκεία, μετά τον εξισλαμισμό μας, το έθιμο να κόβουμε κάθε μέρα ένα κολοκύθι, παρασκευάζοντας διάφορα γλυκίσματα και φαγητά, κόντρα και σε πείσμα των χριστιανών που κόβουν χοίρους. Το κόψιμο της κολοκύθας τηρείται ακόμα και σήμερα από όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, ακόμα και μέσα στην Τουρκία, από πληθυσμούς που προήρθαν από τα Βαλκάνια. Όλοι οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι του κόσμου τέτοια συνήθεια και έθιμο δεν έχουν.

Οι Πομάκοι αγαπούν το κολοκύθι και με αυτό παρασκευάζουν πολλά φαγητά, γλυκύσματα και τουλάχιστον τριών ειδών ψωμιού με κολοκύθι. Για παράδειγμα θα αναφέρω και θα περιγράψω μερικά από αυτά που θυμάμαι και τρώγαμε τις νύχτες του Κόλουδα. Ξεκινούσαμε με την ζζίτκα τίκβα, σούπα κολοκυθιού παρασκευασμένη με μπόλικο γάλα, ελαφρώς γλυκιά, με μετρημένα σπυριά από ρύζι ή πλιγούρι .

Ακολουθούσε πέκανα τίκβα, κολοκύθι ψημένο κάτω από γάστρα, με κομμάτια κυδωνιού, μήλου κ.τ.λ. Φυσικά, δεν έλειπε το τίκβενικ δηλαδή πίτα με φύλλα κρούστας και γέμιση με ρύζι ή πλιγούρι με ζαχαρωμένο κολοκύθι και περασμένο από το ρεντέ, αλλά και τίκβενικ με χυλό μπεσαμέλα. Τέλος τα γλυκύσματα κολοκύθας, σιροπιαστά κουταλιού και με φύλλα κρούστας με γέμιση λειωμένου κολοκυθιού και διάφορα φρούτα.

Δεν έλειπαν όμως τα ψωμιά που παρασκευάζονταν από κολοκύθι, όπως κβάσεν χλέπ σας τίκβα, πιτούρκα σας τίκβα και κάσνικ σας τίκβα. Υπήρχαν πολλά άλλα αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, πλην αυτού του γλυκού που ονομαζόταν μαγγαφίσς που παρασκευάζεται ειδικά και θα το αναφέρω παρακάτω.

Το Κόλουδα γιορταζόταν συνήθως τις κρύες και μεγάλες νύχτες του χειμώνα, με συνάξεις των πλησιέστερων συγγενών. Οι γυναίκες δεν χρειαζόταν να φοράνε μαντήλα και φερετζέ ενώ μπορούσαν να συζητήσουν με τους άνδρες της οικογένειας, δηλαδή άνδρες που δεν θα μπορούσαν να παντρευτούν. Αυτή η συγκέντρωση της οικογένειας λεγόταν στα πομάκικα τάτσενιε. Η λέξη αυτή καθαυτή σημαίνει σεβασμός μεταξύ συγγενών. Ευρύτερες συγκεντρώσεις με συμμετοχή των συγγενών, γειτόνων και φίλων, παντρεμένων και μη, λεγόταν Ποσεδέλκα (σε άλλα χωριά και περιοχές λέγεται Ποσεδάνκα).

Συγκεντρώσεις των ανύπαντρων αγοριών και κοριτσιών με διακριτική επιτήρηση και παρακολούθηση όχι απαραιτήτως από τους γονείς αλλά από συγγενή, ως επί το πλείστον γυναίκα, λεγόταν Ποπρέλκα. Εδώ αγόρια και κορίτσια μπορούσαν να ανταλλάσουν κουβέντες, να συζητάνε και όταν δεν υπήρχε συζήτηση τότε πλέκανε, κεντούσανε και τραγουδούσανε Πομάκικα τραγούδια αγάπης. Τα κορίτσια προσφέρανε τα παραπάνω γλυκύσματα κολοκύθας και περιμένανε σχόλια θετικά και αρνητικά για την επιτυχία των γλυκών τους. Αυτές οι συγκεντρώσεις των εορτών του Κόλουδα επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ και σε διαφορετικό σπίτι.

Όλα τα παραπάνω συνοδεύονταν από μη αλκοολούχα ποτά, δηλαδή χυμούς βρασμένων αποξηραμένων φρούτων, όπως το Πομάκικο λικέρ που ονομάζεται Λάγκιουρ, παρασκευασμένο από νωπά φρούτα από το καλοκαίρι, αλμυρά και ξινά ποτά, ονομαζόμενα στα πομάκικα Ράσουλ και τέλος το «εθνικό» ποτό των Πομάκων το αριάνι όπως μπαρκανίτσα, ματάνα, κλέτσανου, μπράνου, ραστρίτου κ.τ.λ.

Στις συγκεντρώσεις, Ποσεδέλκα ή Ποσεδάνκα, όταν συμμετείχαν οι πρεσβύτεροι και οι μορφωμένοι της οικογένειας ήταν πραγματικά ανοιχτά πανεπιστήμια. Άρχιζε με την εξιστόρηση της ζωής των προφητών, όπως την έξοδο του Μωυσή από την Αίγυπτο, την περιπλάνηση του Ιωσήφ, την σταύρωση του Χριστού, η εγίρα του Μωάμεθ κ.τ.λ. Ακολουθούσαν παραμύθια και τελείωναν όλα με τραγούδια που συνοδεύονταν με φλάουτο [πιστέλκα], φλογέρες [καβάλ] και γκάιντες, όλα χειροποίητα και πολλές φορές κατασκευασμένα από τους ιδίους. Η σειρά που ακολουθούνταν λεγόταν ράδ και όταν το ράδ ήταν σε μία εύπορη οικογένεια δεν έλειπε και το νωπό μαγειρεμένο κρέας, οι δε ασθενέστεροι οικονομικά αρκούνταν στους καβουρμάδες και τους παστουρμάδες που είχαν φτιαχτεί από το φθινόπωρο.

Τα παραπάνω διαρκούσαν μέχρι την 5η Φεβρουαρίου δηλαδή την 90η μέρα του Πομάκικου ημερολογίου την λεγόμενη σραντέ ζίμα, αυτή η ημέρα συμπίπτει να είναι το τέλος των σαράντα της Παναγίας, δηλαδή η Παναγία έχει σαραντίσει και η ζωή πήρε ξανά την καθημερινότητα.

Οι δαίμονες [δέβολε], οι μάγοι [μαγετζίε] και κακά πνεύματα [στρασνά] απελευθερώνονται και ξεχύνονται ανά τον κόσμο. Η μέρα αυτή ονομάζεται στα πομάκικα μαγετζίσκι δεν δηλαδή μέρα των μάγων και των μαγισσών. Μεμονωμένες γριές γυναίκες ήταν πάντοτε ύπουλες μάγισσες, τα σπίτια τους στοιχειωμένα από κακά πνεύματα και την νύκτα δεν πατούσε κανείς εκεί. Την μέρα αυτή οι μαθητές του σχολείου και τα παιδιά όλου του χωριού τρώγαμε το μεσημέρι και για τρείς μέρες βρασμένο καλαμπόκι και ρύζι σε μεγάλα ταψιά και πίναμε χυμούς αποξηραμένων φρούτων. Το βράδυ στα σπίτια τρώγανε και οι μεγάλοι. Ως γλύκισμα όμως είχανε κολοκύθα μαγγαφίσς, ειδικά ψημένη κάτω από γάστρα και ποτισμένη με παχύ σιρόπι πολτοποιημένων φρούτων.

Την μέρα αυτή, σε όλα τα σπίτια του χωριού και πάνω από την είσοδο κρεμούσανε την δηλητηριώδη πλατύφυλλη ευφορβία, κοινώς γαλατσίδα (στα πομάκικα μλέτσεκ) για να μην μπουν μέσα στο σπίτι μάγισσες και κακά πνεύματα και στις πόρτες των στάβλων αγκάθια. Την μέρα αυτή οι νέοι και οι νεαρές, ντύνονταν και βάφονταν σαν μάγοι και μάγισσες, ουρλιάζοντας τρομοκρατούσαν όποιον βρίσκανε στο δρόμο, αστειευόμενοι και γυρεύοντας χαρτζιλίκια από τους περαστικούς. Η γιορτή αυτή γιορτάζεται από τους Πομάκους της Βουλγαρίας και την ονομάζουν μπίζιτς, στην Τουρκία την ονομάζουν οι Πομάκοι μπότζουκ ή τζαδιλάρ γκιουνού. Παρόλο που οι Πομάκοι δεν έχουν επικοινωνία μεταξύ τους οι ημερομηνίες συμπίπτουν με ελάχιστες διαφορές. Από τα παρατσούκλια της μέρας αυτής είναι Γιεγκούπσκα Μάνδρα δηλαδή γύφτικη πανήγυρις, μέτσκινι δένε δηλαδή μέρες που δεν ξεμυτίζει η αρκούδα κ.τ.λ.

Άρθρο του Ιμάμ Αχμέτ

Τεύχος 76, Δεκέμβριος 2014 - Ιανουάριος 2015

 

Κατηγορία: